- καταχηρεύω
- καταχηρεύω (AM)μσν.στερούμαι, ορφανεύωαρχ.περνώ τη ζωή μου σε κατάσταση χηρείας, είμαι χήρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεχήρευσε — καταχηρεύω pass in widowhood aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)